- όρχος
- ο воен, π||ρκ; склад;
όρχος πυροβολικού — артиллерийский парк;
όρχος αυτοκινήτων — автопарк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
όρχος πυροβολικού — артиллерийский парк;
όρχος αυτοκινήτων — автопарк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορχός — ὀρχός, ὁ (Α) το άκρο τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος, με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
ὄρχος — a row of vines masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… … Dictionary of Greek
όρχος — ο 1. σειρά κλημάτων ή οπωροφόρων δέντρων. 2. στρατιωτικός σχηματισμός σε πολεμική περίοδο για τον ανεφοδιασμό, τη συντήρηση και επισκευή υλικού του στρατού: Όρχος πυροβολικού, μηχανικού κτλ. 3. σύνολο στρατιωτικών οχημάτων ή και ο τόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὄρχοι — ὄρχος a row of vines masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχοις — ὄρχος a row of vines masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχον — ὄρχος a row of vines masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχους — ὄρχος a row of vines masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχων — ὄρχος a row of vines masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχως — ὄρχος a row of vines masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρχατος — ὄρχατος, ὁ (Α) 1. σειρά σύστοιχων αντικειμένων, κυρίως δένδρων 2. (με περιλπτ. σημ.) κήπος, περιβόλι («ἔκτοσθεν δ αὐλῆς μέγας ὄρχατος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. ατος (πρβλ. νέ ατος). Στη λ. ὄρχατος μπορεί πιθ. να αποδοθεί μια σημ.… … Dictionary of Greek